φρούρηση

φρούρηση
η / φρούρησις, -ήσεως, ΝΜΑ [φρουρῶ]
η ενέργεια τού φρουρώ, φύλαξη (α. «κρίθηκε απαραίτητη η φρούρηση τού κτηρίου» β. «ὑπὲρ τῆς γεγονυίας ἐπὶ τῆς Ῥωμαίων στρατείας φρουρήσεως», επιγρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φρούρηση — η το να φρουρεί κανείς, το να φυλάγει κανείς με φρουρά, η φύλαξη θέσης, ιδρύματος, προσώπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρουρήσῃ — φρουρήσηι , φρούρησις watching fem dat sg (epic) φρουρέω keep watch aor subj mid 2nd sg φρουρέω keep watch aor subj act 3rd sg φρουρέω keep watch fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουρά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φρουρή Α 1. φρούρηση, φύλαξη, υπεράσπιση 2. ομάδα προσώπων, ιδίως στρατιωτών, που είναι υπεύθυνη για τη φρούρηση θέσεως, κτηρίου ή προσώπου (α. «η φρουρά τής βουλής» β. «καταλιπὼν ἐν ταῖς ἄκραις ἰσχυρὰς Περσέων φρουράς», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • παραφυλακή — ἡ, ΜΑ 1. η ασφαλής φρούρηση, η διαφύλαξη 2. η άγρυπνη προσοχή 3. φρουρά, φύλακες 4. το έργο και η υπηρεσία τής αστυνομίας ή τής φρουράς 5. βάρδια, χρονικό διάστημα κατά το οποίο εκτελείται η φρούρηση 6. παρατήρηση …   Dictionary of Greek

  • φυλακίδα — η / φυλακίς, ίδος, ΝΑ, και λόγιος τ. φυλακίς Ν, και φυλάκισσα ΜΑ, και φύλαξ, ἡ, Α νεοελλ. 1. μικρό πλοίο τού πολεμικού ναυτικού στην είσοδο τού λιμανιού που είχε ως αποστολή να επιβλέπει τον είσπλου τών πλοίων και να ελέγχει τα ναυτιλιακά έγγραφα …   Dictionary of Greek

  • Πύρρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Όνομα που έδιναν στον Νεοπτόλεμο, γιο του Αχιλλέα. 2. Βασιλιάς στην Ήλιδα, που είχε διαδεχτεί στον θρόνο τον αδελφό του Δαμοφώντα. Tην εποχή του, το 580 π.Χ., η Πίσα, στην οποία βασίλευε, ήταν… …   Dictionary of Greek

  • αγροφυλακή — Δημόσια υπηρεσία που είχε έργο της την τήρηση της αγροτικής ασφάλειας και καταργήθηκε το 1993. Πρώτος νόμος που αφορούσε θέματα α. ήταν το διάταγμα της 13 5 1835 «περί προξενουμένης εις τους αγρούς βλάβης εκ της βοσκής ζώων», ενώ από τους νόμους… …   Dictionary of Greek

  • ακταιωρία — η [ακταιωρός] 1. φρούρηση τών ακτών 2. το έργο τού ακταιωρού …   Dictionary of Greek

  • ακτοφυλακή — Σύνολο μονάδων και υπηρεσιών, κατά κύριο λόγο ναυτικών, στις οποίες ορισμένα κράτη έχουν αναθέσει ποικίλα καθήκοντα, τα οποία πρέπει να εκτελούνται στις παράκτιες ζώνες και αφορούν την παροχή βοήθειας σε πλοία και αεροπλάνα, διάσωση ναυαγών,… …   Dictionary of Greek

  • αλαοσκοπιά — ἀλαοσκοπιά, η (Α) τυφλή, απρόσεκτη, ανώφελη φρούρηση, ανώφελη σκοπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλαός + σκοπιά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”